- ὑπομιμνήσκομαι
- ὑπομιμνήσκωputpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπομιμνῄσκομαι — ὑπομιμνήσκω put pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπομιμνήσκομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπομιμνήσκομαι) θυμούμαι κάποιον, αναθυμούμαι, έρχεται κάποιος ή κάτι στη μνήμη μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο μιμνήσκομαι] … Dictionary of Greek
υπομιμνήσκω — ὑπομιμνήσκω και τ. μτχ. ενεργ. ενεστ. υπομνήμων, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπομνήσκω Α [μιμνήσκω] (λόγιος τ.) επαναφέρω στη μνήμη, υπενθυμίζω νεοελλ. μσν. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπομιμνήσκων και υπομνήμων εκκλ. αξίωμα κληρικού,… … Dictionary of Greek
ՅԻՇԱՏԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0359 Chronological Sequence: Early classical, 13c ն. Որպէս Յիշել. μνάομαι, μιμνήσκω եւն. memini, reminiscor, recordor. *Յիշատակեալ զարտասուսն քո: Ողորմութիւնք քո յիշատակեցան առաջի Աստուծոյ եւ այլն: *Յիշատակելով յիշեա՛ զասացեալն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)